- αγρονομία
- ηη επιστήμη που ασχολείται με τη μεθοδική καλλιέργεια των αγρών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγρονομία — Το σύστημα των νομοθετικών διατάξεων για την αστυνόμευση των αγρών· η εποπτεία και η διαχείριση γενικά των αγροτικών κτημάτων· επίσης, το αξίωμα του αγρονόμου ή του επόπτη των αγρών στην αρχαία Αθήνα. (Γεωργ.)Εφαρμοσμένη επιστήμη που ασχολείται… … Dictionary of Greek
Эниан, Димитриос — Димитриос Эниан В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Эниан. Димитриос Эниан (греч … Википедия
αγρονομικός — ή, ό [αγρονόμος] αυτός που αναφέρεται στην αγρονομία ή στο αξίωμα και στη δικαιοδοσία τού αγρονόμου … Dictionary of Greek
αγρονόμος — (I) ο, (Α ἀγρονόμος) νεοελλ. 1. επιστήμονας καλλιεργητής που ασχολείται με τις μεθόδους τής προσφορότερης εκμετάλλευσης τών αγρών 2. υπαλληλικός βαθμός στην αγροφυλακή αρχ. μέλος αρχής επιφορτισμένης με την τήρηση τής τάξης στην ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πεχά — το, Ν χημ. ποσοτικό μέτρο τής οξύτητας ή τής αλκαλικότητας τών υδατικών ή άλλων υγρών διαλυμάτων, το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στη χημεία, τη βιολογία, την ιατρική, την αγρονομία κ.ά. επιστήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < διεθνή όρο pΗ, ο οποίος έχει… … Dictionary of Greek
Καβούρ, Καμίλο Μπένσο, κόμης ντε- — (Camillo Bensoconte di Cavour, Τορίνο 1810 – Ρώμη 1861). Ιταλός πολιτικός, πρωτεργάτης της ιταλικής ενοποίησης. Ο Κ. καταγόταν από αρχοντική και πλούσια οικογένεια του Πεδεμοντίου (Πιεμόντε). Eγκατέλειψε τη στρατιωτική σταδιοδρομία (1831) και… … Dictionary of Greek
Τζέφερσον, Τόμας — (Jefferson, Σάντουελ, Βιρτζίνια 1743 – Μουτιτσέλο, Βιρτζίνια 1826). Τρίτος πρόεδρος των ΗΠΑ. Γιος γαιοκτημόνων, σπούδασε νομικά και άσκησε με επιτυχία το δικηγορικό επάγγελμα, χωρίς όμως αυτό να τον απομακρύνει από τα πολιτιστικά ενδιαφέροντα,… … Dictionary of Greek
αγρονομικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την αγρονομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρονόμος — ο 1. αυτός που ασχολείται με την αγρονομία. 2. βαθμός στην υπαλληλική ιεραρχία της αγροφυλακής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)